Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2008
Και να τι θέλω τώρα να σας πω
μες στις Ινδίες, μέσα στην πόλη της Καλκούτας
φράξαν το δρόμο σ’ έναν άνθρωπο
αλυσοδέσαν έναν άνθρωπο κει που εβάδιζε
Να το λοιπόν γιατί δεν καταδέχομαι
να υψώσω το κεφάλι στ’ αστροφώτιστα διαστήματα
Θα πείτε: «τ’ άστρα είναι μακριά
κι η γη μας τόσο δα μικρή»
Ε, το λοιπόν, ότι και να είναι τ' άστρα
εγώ τη γλώσσα μου τους βγάζω
Για μένα το λοιπόν το πιο εκπληκτικό
πιο επιβλητικό, πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο
είν’ ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίζει
είν’ ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουνε
Είν’ ένας άνθρωπος... (Ναζίμ Χικμέτ)
μες στις Ινδίες, μέσα στην πόλη της Καλκούτας
φράξαν το δρόμο σ’ έναν άνθρωπο
αλυσοδέσαν έναν άνθρωπο κει που εβάδιζε
Να το λοιπόν γιατί δεν καταδέχομαι
να υψώσω το κεφάλι στ’ αστροφώτιστα διαστήματα
Θα πείτε: «τ’ άστρα είναι μακριά
κι η γη μας τόσο δα μικρή»
Ε, το λοιπόν, ότι και να είναι τ' άστρα
εγώ τη γλώσσα μου τους βγάζω
Για μένα το λοιπόν το πιο εκπληκτικό
πιο επιβλητικό, πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο
είν’ ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίζει
είν’ ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουνε
Είν’ ένας άνθρωπος... (Ναζίμ Χικμέτ)
Λευκή μου τύχη και λευκή ζωή μου
γιατί τα βράδια κρύβεστε στο γκρίζο
βλέπω στο άσπρο σας την προβολή μου
και το μετά απ’ το μετά γνωρίζω
Αν είχα θάρρος για να πω το έλα
τώρα δε θα’ χα τη φωτιά στο αίμα
αν είχε χρώμα θα ’ταν άσπρη τρέλα
αν είχε σώμα θα ’ταν πάλι ψέμα
Κοίτα τα χέρια πως γυρνούν στον τοίχο
σα να χορεύουνε με τη σιωπή μου
κι εγώ που χρόνια γύρευα το στίχο
που θα εξηγήσει τη βουβή ζωή μου
Μεταμφιέζω τη σιωπή σε λέξη
και τη χαρίζω σ’ όποιον μου εξηγήσει
να ’χει το μέλλον μου να επιλέξει
ποιο παρελθόν μου θα ξαναγυρίσει
Τίποτα σημαντικό
ζω μονάχα εν λευκώ...
Λευκή μου τύχη και λευκή ζωή μου
καλά τα λεν οι έγχρωμοι μου φίλοι
Το πρόβλημά μου η υπερβολή μου
κι ό,τι αργεί απάντηση να στείλει
Αν είχε θάρρος να φανεί ο λόγος
τώρα δε θα ’τανε φωτιά στο αίμα
αν είχε χρώμα θα ’ταν άσπρο ο φόβος
αν είχε σώμα θα ’ταν σαν κι εμένα
Αν σ’ αγαπούν να μάθουν να το λένε
κι αν δε στο πουν να μάθεις να το κλέβεις
κι αν θες να δεις τ’ αληθινά να καίνε
πρέπει στο ύψος της φωτιάς να’ ανέβεις
Και σε λυπούνται που δεν το ’χεις νιώσει
κι εσύ λυπάσαι που το ξέρεις πρώτος
και που κανείς δεν είχε λάβει γνώση
πως η σιωπή σου ήταν πάντα κρότος
Δικαίωμά μου να ποντάρω λίγα
δικαίωμά μου να πηγαίνω πάσο
κι εκεί που λένε πως ποτέ δεν πήγα
εγώ δεν πρόλαβα να το ξεχάσω
Κι όποιος ρωτήσει γιατί πάντα φεύγω
μ’ αυτόν τον τόνο του λευκού στο βλέμμα
τους λέω μια φράση σα να υπεκφεύγω
με μια ελπίδα να’ ναι σαν κι εμένα
Τίποτα σημαντικό
ζω μονάχα εν λευκώ...
γιατί τα βράδια κρύβεστε στο γκρίζο
βλέπω στο άσπρο σας την προβολή μου
και το μετά απ’ το μετά γνωρίζω
Αν είχα θάρρος για να πω το έλα
τώρα δε θα’ χα τη φωτιά στο αίμα
αν είχε χρώμα θα ’ταν άσπρη τρέλα
αν είχε σώμα θα ’ταν πάλι ψέμα
Κοίτα τα χέρια πως γυρνούν στον τοίχο
σα να χορεύουνε με τη σιωπή μου
κι εγώ που χρόνια γύρευα το στίχο
που θα εξηγήσει τη βουβή ζωή μου
Μεταμφιέζω τη σιωπή σε λέξη
και τη χαρίζω σ’ όποιον μου εξηγήσει
να ’χει το μέλλον μου να επιλέξει
ποιο παρελθόν μου θα ξαναγυρίσει
Τίποτα σημαντικό
ζω μονάχα εν λευκώ...
Λευκή μου τύχη και λευκή ζωή μου
καλά τα λεν οι έγχρωμοι μου φίλοι
Το πρόβλημά μου η υπερβολή μου
κι ό,τι αργεί απάντηση να στείλει
Αν είχε θάρρος να φανεί ο λόγος
τώρα δε θα ’τανε φωτιά στο αίμα
αν είχε χρώμα θα ’ταν άσπρο ο φόβος
αν είχε σώμα θα ’ταν σαν κι εμένα
Αν σ’ αγαπούν να μάθουν να το λένε
κι αν δε στο πουν να μάθεις να το κλέβεις
κι αν θες να δεις τ’ αληθινά να καίνε
πρέπει στο ύψος της φωτιάς να’ ανέβεις
Και σε λυπούνται που δεν το ’χεις νιώσει
κι εσύ λυπάσαι που το ξέρεις πρώτος
και που κανείς δεν είχε λάβει γνώση
πως η σιωπή σου ήταν πάντα κρότος
Δικαίωμά μου να ποντάρω λίγα
δικαίωμά μου να πηγαίνω πάσο
κι εκεί που λένε πως ποτέ δεν πήγα
εγώ δεν πρόλαβα να το ξεχάσω
Κι όποιος ρωτήσει γιατί πάντα φεύγω
μ’ αυτόν τον τόνο του λευκού στο βλέμμα
τους λέω μια φράση σα να υπεκφεύγω
με μια ελπίδα να’ ναι σαν κι εμένα
Τίποτα σημαντικό
ζω μονάχα εν λευκώ...


(Βλαδιμήρ Μαγιακόφσκι)
Μεθύστε
Πρέπει νά ῾σαι πάντα μεθυσμένος. Ἐκεῖ εἶναι ὅλη ἡ ἱστορία: εἶναι τὸ μοναδικὸ πρόβλημα. Γιὰ νὰ μὴ νιώθετε τὸ φριχτὸ φορτίο τοῦ Χρόνου ποὺ σπάζει τοὺς ὤμους σας καὶ σᾶς γέρνει στὴ γῆ, πρέπει νὰ μεθᾶτε ἀδιάκοπα. Ἀλλὰ μὲ τί; Μὲ κρασί, μὲ ποίηση ἢ μὲ ἀρετή, ὅπως σᾶς ἀρέσει. Ἀλλὰ μεθύστε.
Καὶ ἂν μερικὲς φορές, στὰ σκαλιὰ ἑνὸς παλατιοῦ, στὸ πράσινο χορτάρι ἑνὸς χαντακιοῦ, μέσα στὴ σκυθρωπὴ μοναξιὰ τῆς κάμαράς σας, ξυπνᾶτε, μὲ τὸ μεθύσι κιόλα ἐλαττωμένο ἢ χαμένο, ρωτῆστε τὸν ἀέρα, τὸ κύμα, τὸ ἄστρο, τὸ πουλί, τὸ ρολόι, τὸ κάθε τι ποὺ φεύγει, τὸ κάθε τι ποὺ βογκᾶ, τὸ κάθε τί ποὺ κυλᾶ, τὸ κάθε τι ποὺ τραγουδᾶ, ρωτῆστε τί ὥρα εἶναι, καὶ ὁ ἀέρας, τὸ κύμα, τὸ ἄστρο, τὸ πουλί, τὸ ρολόι, θὰ σᾶς ἀπαντήσουν:
-Εἶναι ἡ ὥρα νὰ μεθύσετε!
Γιὰ νὰ μὴν εἴσαστε οἱ βασανισμένοι σκλάβοι τοῦ Χρόνου, μεθύστε, μεθύστε χωρὶς διακοπῆ!
Μὲ κρασί, μὲ ποίηση ἢ μὲ ἀρετή, ὅπως σᾶς ἀρέσει!(Σαρλ Μπωντλαίρ)
Πρέπει νά ῾σαι πάντα μεθυσμένος. Ἐκεῖ εἶναι ὅλη ἡ ἱστορία: εἶναι τὸ μοναδικὸ πρόβλημα. Γιὰ νὰ μὴ νιώθετε τὸ φριχτὸ φορτίο τοῦ Χρόνου ποὺ σπάζει τοὺς ὤμους σας καὶ σᾶς γέρνει στὴ γῆ, πρέπει νὰ μεθᾶτε ἀδιάκοπα. Ἀλλὰ μὲ τί; Μὲ κρασί, μὲ ποίηση ἢ μὲ ἀρετή, ὅπως σᾶς ἀρέσει. Ἀλλὰ μεθύστε.
Καὶ ἂν μερικὲς φορές, στὰ σκαλιὰ ἑνὸς παλατιοῦ, στὸ πράσινο χορτάρι ἑνὸς χαντακιοῦ, μέσα στὴ σκυθρωπὴ μοναξιὰ τῆς κάμαράς σας, ξυπνᾶτε, μὲ τὸ μεθύσι κιόλα ἐλαττωμένο ἢ χαμένο, ρωτῆστε τὸν ἀέρα, τὸ κύμα, τὸ ἄστρο, τὸ πουλί, τὸ ρολόι, τὸ κάθε τι ποὺ φεύγει, τὸ κάθε τι ποὺ βογκᾶ, τὸ κάθε τί ποὺ κυλᾶ, τὸ κάθε τι ποὺ τραγουδᾶ, ρωτῆστε τί ὥρα εἶναι, καὶ ὁ ἀέρας, τὸ κύμα, τὸ ἄστρο, τὸ πουλί, τὸ ρολόι, θὰ σᾶς ἀπαντήσουν:
-Εἶναι ἡ ὥρα νὰ μεθύσετε!
Γιὰ νὰ μὴν εἴσαστε οἱ βασανισμένοι σκλάβοι τοῦ Χρόνου, μεθύστε, μεθύστε χωρὶς διακοπῆ!
Μὲ κρασί, μὲ ποίηση ἢ μὲ ἀρετή, ὅπως σᾶς ἀρέσει!(Σαρλ Μπωντλαίρ)
Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2008
Να σου γλείψω τα χέρια,να σου γλείψω τα πόδια,–η αγάπη κερδίζεται με την υποταγή.Δεν ξέρω πως αντιλαμβάνεσαι εσύτον έρωτα.Δεν είναι μόνο μούσκεμα χειλιών,φυτέματα αγκαλιασμάτων στις μασχάλες,συσκότιση παραπόνου,παρηγοριά σπασμών.Είναι προπάντων επαλήθευση της μοναξιάς μας,όταν επιχειρούμε να κουρνιάσουμε σε δυσκολοκατάχτητο κορμί.""Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας,κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,έναν ώμο ν' ακουμπάτε την πίκρα σας,ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,έστω και μια φορά;Είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή για τους απεγνωσμένους;"(Ντίνος Χριστιανόπουλος)
Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2008

Πολλοί θέλουν την άνοιξη κι άλλοι το καλοκαίρι
Και το χειμώνα το βαρύ μονάχα οι καλογέροι
Έλα βοριά καλέ βόρια χιόνι και καταιγίδα
να πέσουνε τα μάνταλα να σφραγιστούν οι θύρες
να μην περνούν οι έμορφες και πέσω σε παγίδες
Γιατί είμαι αδύναμο σκαρί και χάνω τη σειρά μου
όταν γυναίκα δαίμονας περάσει από κοντά μου
Η πίστη θέλει στήριγμα θεό που να λατρεύει
και μοναστήρι πέτρινο κελί σαν μαύρη απόχη
στρώμα από άγριο μαλλί τα όνειρα να διώχνει
Έλα βοριά καλέ βόρια χιόνι και καταιγίδα
να πέσουνε τα μάνταλα να σφραγιστούν οι θύρες
να μην περνούν οι έμορφες και πέσω σε παγίδες
Και το χειμώνα το βαρύ μονάχα οι καλογέροι
Έλα βοριά καλέ βόρια χιόνι και καταιγίδα
να πέσουνε τα μάνταλα να σφραγιστούν οι θύρες
να μην περνούν οι έμορφες και πέσω σε παγίδες
Γιατί είμαι αδύναμο σκαρί και χάνω τη σειρά μου
όταν γυναίκα δαίμονας περάσει από κοντά μου
Η πίστη θέλει στήριγμα θεό που να λατρεύει
και μοναστήρι πέτρινο κελί σαν μαύρη απόχη
στρώμα από άγριο μαλλί τα όνειρα να διώχνει
Έλα βοριά καλέ βόρια χιόνι και καταιγίδα
να πέσουνε τα μάνταλα να σφραγιστούν οι θύρες
να μην περνούν οι έμορφες και πέσω σε παγίδες
Σ'αυτόν τον παραζαλισμένο κόσμο,που οι άνθρωποι ξεφυτρώνουν απ΄τη γη σαν τους ασπάλακες για να βλάψουν και να ξαναμπούν μέσα της ,η συμφορά είναι παλιά όσο και το χώμα.Ο κόσμος είναι γεμάτος από ασχήμιες που τις έκαναν οι άνθρωποι σε στιγμές που ξεχάσανε τον θάνατο.Μα πάνω σε αυτή τη στοιβαγμένη αθλιότητα υπαρχουν και μερικές ομορφιές-οι λιγοστές ομορφιές-που έκαναν κάποιοι άνθρωποι,οι μόνοι που ήξεραν πως θα πεθάνουν! (Μενέλαος Λουντέμης)
Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2008
Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2008
Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2008

Μια νύχτα πήρα την ομορφιά στα γόνατα μου
και τη βρήκα πικρή και τη βλαστήμησα
οπλίστηκα ενάντια στη δικαιοσύνη, δραπέτευσα
μάγισσες, μιζέρια, μίσος εσείς θα διαφυλάξετε το θησαυρό μου
κατόρθωσα να σβήσω απ' τα λογικά μου κάθε ελπίδα ανθρώπινη
με ύπουλο σάλτο χίμηξα σα θηρίο πάνω σ' όλες τις χαρές να τις κατασπαράξω
επικαλέστηκα τους δήμιους, να δαγκάσω πεθαίνοντας τα κοντάκια των όπλων τους
επικαλέστηκα κάθε οργή και μάστιγα να πνιγώ στο αίμα, στην άμμο
η απόγνωση, ήταν ο Θεός μου
κυλίστηκα στη λάσπη, στέγνωσα στον αέρα του εγκλήματος, ξεγέλασα την τρέλα
κι η άνοιξη μου πρόσφερε
το φρικαλέο γέλιο του ηλίθιου...(A.Rimbaud)
Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2008
Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2008
Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2008

Το πρώτο χρόνο ήμουνα άγιο παιδί στρωμένο
το δεύτερο με γέλασε μια πλάνα αγκαλιά
Το τρίτο ξημερώθηκα σε άγνωστα κρεβάτια
Το τέταρτο τους φίλους μου αποχαιρέτησα
Στην κολυμπήθρα ρίξανε νερό αλκοολούχο
και το όνομα που μου ‘δωσαν ήταν χαμένο ρούχο
Το πρώτο ψέμα το ‘βγαλα σαν πέτρα απ’ τα νεφρά μου
το δεύτερο σα κέρασμα ποτήρι δροσερό
Το τρίτο σα της άνοιξης το πρώτο αεράκι
στο τέταρτο κοιτάχτηκα δεν ήμουν πια εγώ
Στην κολυμπήθρα ρίξανε νερό αλκοολούχο
και το όνομα που μου ‘δωσαν ήταν χαμένο ρούχο
Τη πρώτη αγάπη που ‘ζησα παντοτινή την είπα
η δεύτερη μου κόστισε λιγότερα φιλιά
Η τρίτη ήρθε με χαρά διπλή χαρά που φεύγει
στη τέταρτη να θυμηθώ να σβήσω τη φωτιά
Στην κολυμπήθρα ρίξανε νερό αλκοολούχο
και το όνομα που μου ‘δωσαν ήταν χαμένο ρούχο
το δεύτερο με γέλασε μια πλάνα αγκαλιά
Το τρίτο ξημερώθηκα σε άγνωστα κρεβάτια
Το τέταρτο τους φίλους μου αποχαιρέτησα
Στην κολυμπήθρα ρίξανε νερό αλκοολούχο
και το όνομα που μου ‘δωσαν ήταν χαμένο ρούχο
Το πρώτο ψέμα το ‘βγαλα σαν πέτρα απ’ τα νεφρά μου
το δεύτερο σα κέρασμα ποτήρι δροσερό
Το τρίτο σα της άνοιξης το πρώτο αεράκι
στο τέταρτο κοιτάχτηκα δεν ήμουν πια εγώ
Στην κολυμπήθρα ρίξανε νερό αλκοολούχο
και το όνομα που μου ‘δωσαν ήταν χαμένο ρούχο
Τη πρώτη αγάπη που ‘ζησα παντοτινή την είπα
η δεύτερη μου κόστισε λιγότερα φιλιά
Η τρίτη ήρθε με χαρά διπλή χαρά που φεύγει
στη τέταρτη να θυμηθώ να σβήσω τη φωτιά
Στην κολυμπήθρα ρίξανε νερό αλκοολούχο
και το όνομα που μου ‘δωσαν ήταν χαμένο ρούχο
Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2008
Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2008
- Να μασάει ο χοντρός είναι η δουλειά του,γουργουρίζει η πατρίδα στην κοιλιά του!Νόμος-ο πού προδίνει κι απατά,όλο και ψηλότερα πατά!Και σύ,Λαέ,με την καμένη ανάσα,πότε θα κόψεις του χοντρού τη μάσα;
Ό,τι ν'ακούω με το δεξιό μου αυτί,με μάτι αριστερό το βλέπω.Κι ό,τι καταπιάνεται ο νούς να στοχαστεί,οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι.
(Κώστας Βάρναλης)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)