Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2008

Να τα πούμεεεεεεεεεεεεε?

Και να τι θέλω τώρα να σας πω
μες στις Ινδίες, μέσα στην πόλη της Καλκούτας
φράξαν το δρόμο σ’ έναν άνθρωπο
αλυσοδέσαν έναν άνθρωπο κει που εβάδιζε
Να το λοιπόν γιατί δεν καταδέχομαι
να υψώσω το κεφάλι στ’ αστροφώτιστα διαστήματα
Θα πείτε: «τ’ άστρα είναι μακριά
κι η γη μας τόσο δα μικρή»
Ε, το λοιπόν, ότι και να είναι τ' άστρα
εγώ τη γλώσσα μου τους βγάζω
Για μένα το λοιπόν το πιο εκπληκτικό
πιο επιβλητικό, πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο
είν’ ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίζει
είν’ ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουνε

Είν’ ένας άνθρωπος... (Ναζίμ Χικμέτ)
Λευκή μου τύχη και λευκή ζωή μου
γιατί τα βράδια κρύβεστε στο γκρίζο
βλέπω στο άσπρο σας την προβολή μου
και το μετά απ’ το μετά γνωρίζω

Αν είχα θάρρος για να πω το έλα
τώρα δε θα’ χα τη φωτιά στο αίμα
αν είχε χρώμα θα ’ταν άσπρη τρέλα
αν είχε σώμα θα ’ταν πάλι ψέμα

Κοίτα τα χέρια πως γυρνούν στον τοίχο
σα να χορεύουνε με τη σιωπή μου
κι εγώ που χρόνια γύρευα το στίχο
που θα εξηγήσει τη βουβή ζωή μου

Μεταμφιέζω τη σιωπή σε λέξη
και τη χαρίζω σ’ όποιον μου εξηγήσει
να ’χει το μέλλον μου να επιλέξει
ποιο παρελθόν μου θα ξαναγυρίσει

Τίποτα σημαντικό
ζω μονάχα εν λευκώ...

Λευκή μου τύχη και λευκή ζωή μου
καλά τα λεν οι έγχρωμοι μου φίλοι
Το πρόβλημά μου η υπερβολή μου
κι ό,τι αργεί απάντηση να στείλει

Αν είχε θάρρος να φανεί ο λόγος
τώρα δε θα ’τανε φωτιά στο αίμα
αν είχε χρώμα θα ’ταν άσπρο ο φόβος
αν είχε σώμα θα ’ταν σαν κι εμένα

Αν σ’ αγαπούν να μάθουν να το λένε
κι αν δε στο πουν να μάθεις να το κλέβεις
κι αν θες να δεις τ’ αληθινά να καίνε
πρέπει στο ύψος της φωτιάς να’ ανέβεις

Και σε λυπούνται που δεν το ’χεις νιώσει
κι εσύ λυπάσαι που το ξέρεις πρώτος
και που κανείς δεν είχε λάβει γνώση
πως η σιωπή σου ήταν πάντα κρότος

Δικαίωμά μου να ποντάρω λίγα
δικαίωμά μου να πηγαίνω πάσο
κι εκεί που λένε πως ποτέ δεν πήγα
εγώ δεν πρόλαβα να το ξεχάσω

Κι όποιος ρωτήσει γιατί πάντα φεύγω
μ’ αυτόν τον τόνο του λευκού στο βλέμμα
τους λέω μια φράση σα να υπεκφεύγω
με μια ελπίδα να’ ναι σαν κι εμένα

Τίποτα σημαντικό
ζω μονάχα εν λευκώ...

Τὴν σκέψη στὸ πλαδαρὸ μυαλό σας ποὺ ὀνειρεύεται,σὰν ὑπηρέτης λαίμαργος σὲ καναπὲ λιγδιάρικο μὲ τὴν καρδιὰ κουρέλι ματωμένο θὰ ἐρεθίσω·χορταστικὰ χλευαστικός, ξεδιάντροπος καὶ καυστικός.Οὔτε μιὰ γκρίζα τρίχα δὲν ἔχω στὴν ψυχή,μήτε τῶν γηρατειῶν τὴν στοργή!Μέγας ὁ κόσμος μὲ τῆς φωνῆς τὴ δύναμη ἔρχομ᾿ ὄμορφος,στὰ εἰκοσιδυό μου χρόνια.Τρυφεροί μου!Ἀφῆστε τὸν ἔρωτα στὰ βιολιά.Εἶναι βάρβαρο στὰ τύμπανα νὰ μένει.Καὶ δὲν μπορεῖτε νὰ φέρετε τὰ πάνω κάτω ὅπως ἐγώ,ὥστε νὰ μείνουν μόνο τὰ χείλη.Ἐλᾶτε νὰ μάθετε -ἀπ᾿ τὸ βελούδινο σαλόνι τοῦ τάγματος τῶν ἀρχαγγέλων τὸ πρωτόκολλο ποὺ ἤρεμα τὰ χείλη ξεφυλλίζει ὅπως ἡ μαγείρισσα τὸ βιβλίο τῶν συνταγῶν.Πηγαίνετε -Ἡ σάρκα πάει νὰ μὲ τρελάνει-κι ὅπως ἀλλάζει χρῶμα ὁ οὐρανός-Πηγαίνετε -θὰ εἶμαι ἄψογα τρυφερός,δὲν εἶμαι ἄντρας ἐγώ, εἶμαι ἕνα σύννεφο με παντελόνια!


(Βλαδιμήρ Μαγιακόφσκι)



Μεθύστε
Πρέπει νά ῾σαι πάντα μεθυσμένος. Ἐκεῖ εἶναι ὅλη ἡ ἱστορία: εἶναι τὸ μοναδικὸ πρόβλημα. Γιὰ νὰ μὴ νιώθετε τὸ φριχτὸ φορτίο τοῦ Χρόνου ποὺ σπάζει τοὺς ὤμους σας καὶ σᾶς γέρνει στὴ γῆ, πρέπει νὰ μεθᾶτε ἀδιάκοπα. Ἀλλὰ μὲ τί; Μὲ κρασί, μὲ ποίηση ἢ μὲ ἀρετή, ὅπως σᾶς ἀρέσει. Ἀλλὰ μεθύστε.
Καὶ ἂν μερικὲς φορές, στὰ σκαλιὰ ἑνὸς παλατιοῦ, στὸ πράσινο χορτάρι ἑνὸς χαντακιοῦ, μέσα στὴ σκυθρωπὴ μοναξιὰ τῆς κάμαράς σας, ξυπνᾶτε, μὲ τὸ μεθύσι κιόλα ἐλαττωμένο ἢ χαμένο, ρωτῆστε τὸν ἀέρα, τὸ κύμα, τὸ ἄστρο, τὸ πουλί, τὸ ρολόι, τὸ κάθε τι ποὺ φεύγει, τὸ κάθε τι ποὺ βογκᾶ, τὸ κάθε τί ποὺ κυλᾶ, τὸ κάθε τι ποὺ τραγουδᾶ, ρωτῆστε τί ὥρα εἶναι, καὶ ὁ ἀέρας, τὸ κύμα, τὸ ἄστρο, τὸ πουλί, τὸ ρολόι, θὰ σᾶς ἀπαντήσουν:
-Εἶναι ἡ ὥρα νὰ μεθύσετε!
Γιὰ νὰ μὴν εἴσαστε οἱ βασανισμένοι σκλάβοι τοῦ Χρόνου, μεθύστε, μεθύστε χωρὶς διακοπῆ!
Μὲ κρασί, μὲ ποίηση ἢ μὲ ἀρετή, ὅπως σᾶς ἀρέσει!(Σαρλ Μπωντλαίρ)

Ήρθε και τρύπωσε ο Ερμής στο όνειρό μου μέσα και του'πα "αφεντάκο μου,πώς χάθηκε η ζωή μου και δε γελώ, δε χαίρομαι,μήτε τα πλούτη θέλω.Μα κάποιος πόθος με βαστά, ζητάω να πεθάνω.Τις ογρές να δω με τους λωτούς,του Αχέρωντα τις όχθες" (Σαπφώ)

Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2008

Να σου γλείψω τα χέρια,να σου γλείψω τα πόδια,–η αγάπη κερδίζεται με την υποταγή.Δεν ξέρω πως αντιλαμβάνεσαι εσύτον έρωτα.Δεν είναι μόνο μούσκεμα χειλιών,φυτέματα αγκαλιασμάτων στις μασχάλες,συσκότιση παραπόνου,παρηγοριά σπασμών.Είναι προπάντων επαλήθευση της μοναξιάς μας,όταν επιχειρούμε να κουρνιάσουμε σε δυσκολοκατάχτητο κορμί.""Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας,κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,έναν ώμο ν' ακουμπάτε την πίκρα σας,ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,έστω και μια φορά;Είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή για τους απεγνωσμένους;"(Ντίνος Χριστιανόπουλος)

Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2008


Πολλοί θέλουν την άνοιξη κι άλλοι το καλοκαίρι
Και το χειμώνα το βαρύ μονάχα οι καλογέροι

Έλα βοριά καλέ βόρια χιόνι και καταιγίδα
να πέσουνε τα μάνταλα να σφραγιστούν οι θύρες
να μην περνούν οι έμορφες και πέσω σε παγίδες

Γιατί είμαι αδύναμο σκαρί και χάνω τη σειρά μου
όταν γυναίκα δαίμονας περάσει από κοντά μου


Η πίστη θέλει στήριγμα θεό που να λατρεύει
και μοναστήρι πέτρινο κελί σαν μαύρη απόχη
στρώμα από άγριο μαλλί τα όνειρα να διώχνει


Έλα βοριά καλέ βόρια χιόνι και καταιγίδα
να πέσουνε τα μάνταλα να σφραγιστούν οι θύρες
να μην περνούν οι έμορφες και πέσω σε παγίδες
Σ'αυτόν τον παραζαλισμένο κόσμο,που οι άνθρωποι ξεφυτρώνουν απ΄τη γη σαν τους ασπάλακες για να βλάψουν και να ξαναμπούν μέσα της ,η συμφορά είναι παλιά όσο και το χώμα.Ο κόσμος είναι γεμάτος από ασχήμιες που τις έκαναν οι άνθρωποι σε στιγμές που ξεχάσανε τον θάνατο.Μα πάνω σε αυτή τη στοιβαγμένη αθλιότητα υπαρχουν και μερικές ομορφιές-οι λιγοστές ομορφιές-που έκαναν κάποιοι άνθρωποι,οι μόνοι που ήξεραν πως θα πεθάνουν! (Μενέλαος Λουντέμης)

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2008

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2008

http://www.facebook.com/video/video.php?v=19543074101&oid=22754789551#/video/video.php?v=19543074101&oid=22754789551 Βαγγέλης Κορομηλής!


































































Στην Απανεμιά
Από το ημερολόγιο ενος τρελού,του Νικολάι Γκόγκολ

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2008



Μια νύχτα πήρα την ομορφιά στα γόνατα μου
και τη βρήκα πικρή και τη βλαστήμησα
οπλίστηκα ενάντια στη δικαιοσύνη, δραπέτευσα
μάγισσες, μιζέρια, μίσος εσείς θα διαφυλάξετε το θησαυρό μου
κατόρθωσα να σβήσω απ' τα λογικά μου κάθε ελπίδα ανθρώπινη
με ύπουλο σάλτο χίμηξα σα θηρίο πάνω σ' όλες τις χαρές να τις κατασπαράξω
επικαλέστηκα τους δήμιους, να δαγκάσω πεθαίνοντας τα κοντάκια των όπλων τους
επικαλέστηκα κάθε οργή και μάστιγα να πνιγώ στο αίμα, στην άμμο
η απόγνωση, ήταν ο Θεός μου
κυλίστηκα στη λάσπη, στέγνωσα στον αέρα του εγκλήματος, ξεγέλασα την τρέλα
κι η άνοιξη μου πρόσφερε
το φρικαλέο γέλιο του ηλίθιου...(A.Rimbaud)

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2008

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2008


Ούστ!!φυλακόσκυλά μου,δουλέμποροι του εαυτου σας,όπως ταιριάζει σας πλερώνω,φτού και ξαναφτού σας!!!!

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2008


Το πρώτο χρόνο ήμουνα άγιο παιδί στρωμένο
το δεύτερο με γέλασε μια πλάνα αγκαλιά
Το τρίτο ξημερώθηκα σε άγνωστα κρεβάτια
Το τέταρτο τους φίλους μου αποχαιρέτησα

Στην κολυμπήθρα ρίξανε νερό αλκοολούχο
και το όνομα που μου ‘δωσαν ήταν χαμένο ρούχο


Το πρώτο ψέμα το ‘βγαλα σαν πέτρα απ’ τα νεφρά μου
το δεύτερο σα κέρασμα ποτήρι δροσερό
Το τρίτο σα της άνοιξης το πρώτο αεράκι
στο τέταρτο κοιτάχτηκα δεν ήμουν πια εγώ

Στην κολυμπήθρα ρίξανε νερό αλκοολούχο
και το όνομα που μου ‘δωσαν ήταν χαμένο ρούχο

Τη πρώτη αγάπη που ‘ζησα παντοτινή την είπα
η δεύτερη μου κόστισε λιγότερα φιλιά
Η τρίτη ήρθε με χαρά διπλή χαρά που φεύγει
στη τέταρτη να θυμηθώ να σβήσω τη φωτιά

Στην κολυμπήθρα ρίξανε νερό αλκοολούχο
και το όνομα που μου ‘δωσαν ήταν χαμένο ρούχο

Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2008


Ο Επαναστατημένος άνθρωπος,ο γνήσιος επαναστάτης,ειναι μια ηρωϊκή και πένθιμη μορφή που μισεί όσο τίποτε άλλο τα ψευτοαισιόδοξα και χαζοχαρούμενα ανθρωπάκια που λεν διαρκώς ψέμματα στους εαυτούς τους πιστεύοντας πως διά της ψευδούς συνειδήσεως 8α πνίξουν την υπαρξιακή τους αγωνία...(Α.Καμύ)

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2008

  • Να μασάει ο χοντρός είναι η δουλειά του,γουργουρίζει η πατρίδα στην κοιλιά του!Νόμος-ο πού προδίνει κι απατά,όλο και ψηλότερα πατά!Και σύ,Λαέ,με την καμένη ανάσα,πότε θα κόψεις του χοντρού τη μάσα;

Ό,τι ν'ακούω με το δεξιό μου αυτί,με μάτι αριστερό το βλέπω.Κι ό,τι καταπιάνεται ο νούς να στοχαστεί,οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι.

(Κώστας Βάρναλης)

Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2008


Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2008

Όλοι εμείς οι απροσάρμοστοι είμαστε καταδικασμένοι να σκοτωθούμε,καταρώμενοι μια εξουσία που τελικά στηρίζουμε με το θάνατό μας( Ernesto Che Guevara)

Λευτεριά, λευτεριά σχίζει, δαγκάνει
τους ουρανούς το στέμμα σου, το φως σου
χωρίς να καίει, τυφλώνει το λαό σου
Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι
λογαριάζουν, πόσα δολάρια κάνει
σήμερα το υπερούσιο μέταλλό σου

Λευτεριά, λευτεριά, θα σ' αγοράσουν
έμποροι και κονσόρτια κι εβραίοι
Είναι πολλά του αιώνα μας τα χρέη
πολλές οι αμαρτίες, που θα διαβάσουν
οι γενεές, όταν σε παρομοιάσουν
με το πορτραίτο του Dorian Gray(Κ.Καρυωτάκης)

Οι αστικές επαναστάσεις, όπως λχ οι επαναστάσεις του 18ου αιώνα, βαδίζουν ορμητικά από επιτυχία σε επιτυχία, τα δραματικά τους αποτελέσματα ξεπερνούν το ένα μετά το άλλο, άνθρωποι και πράγματα φαίνονται σα να περιβάλλονται από αστραφτερά διαμάντια, η έκσταση είναι το πνεύμα της ημέρας. Μα οι επαναστάσεις αυτές ζούνε λίγο καιρό, γρήγορα φτάνουν στο αποκορύφωμά τους και μια μακρόχρονη αποχαύνωση κυριεύει την κοινωνία προτού μάθει να αφομοιώνει νηφάλια τα αποτελέσματα τη ορμητικής και θυελλώδικης εποχής της.
Αντίθετα οι προλεταριακές επαναστάσεις, όπως οι επαναστάσεις του19ου αιώνα, κάνουν αδιάκοπη κριτική στον ίδιο τον εαυτό τους, διακόπτουν κάθε τόσο την ίδια την πορεία, ξαναγυρίζουν σε εκείνο που φαίνεται ότι έχει πραγματοποιηθεί για να ξαναρχίσουν από την αρχή, περιγελάνε με ωμή ακρίβεια τις μισοτελειωμένες δουλειές, τις αδυναμίες και τις ελεεινότητες των πρώτων τους προσπαθειών, φαίνεται να ξαπλώνουν τον αντίπαλό τους μόνο και μόνο για να του δώσουν την ευκαιρία ν’ αντλήσει δυνάμεις από τη γη και να ορθωθεί και πάλι γιγάντιος μπροστά τους, οπισθοχωρούν συνεχώς μπροστά στην ακαθόριστη απεραντοσύνη των σκοπών τους, ώσπου να δημιουργηθεί η κατάσταση που κάνει αδύνατο κάθε ξαναγύρισμα και όπου οι ίδιες οι περιστάσεις φωνάζουν:
Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα
εδώ είναι το ρόδο εδώ χόρεψε ”
(Μαρξ, 18η Μπρυμαίρ)

Φάε όλο το μεταλλαγμένο φα'ί' σου γιατί αλλού τα παιδάκια πεινάνε.Ο ΟΗΕ μάς καλεί να τρώμε γενετικά τροποποιημένα προ'ι'όντα γιατί έτσι θα στηρίξουμε λέει τις πολυεθνικές που τα παράγουν και,έτσι,αυτές θα μπορέσουν,λέει,να τα εξάγουν σε χαμηλή τιμή στις χώρες του Τρίτου Κόσμου,όπου οι άνθρωποι ψοφάνε της πείνας!Το μόνο που "ξεχνάει" ο ΟΗΕ να μας πει έιναι γιατί στις χώρες αυτές οι άνθρωποι δεν εχουν φα'ί' να φάνε...

χω ένα έντομο κάτω από τη σάρκα.Περιπολεί τα μέσα μου κάθε που ο καιρός ζεσταίνει και μαζεύεται κουβάρι και κουρνιάζει,όποτε έρχεται η ψύχρα η ευλογητή.Δεν το έχω δεί ποτέ μου.Δεν ξέρω τη μορφή του,το σχήμα του.Το φαντάζομαι,όμως,και με κυριεύει πανικός και αποστροφή.Το έντομο με κατέχει καλύτερα κι από μένα τον ίδιο.Το κουβαλάω σώψυχά μου από τότε που το παιδί που ήμουν έγινε άντρας.Φανερώθηκε ξαφνικά κάποιο καλοκαίρι.'Εμοιαζε θυμωμένο ή πεινασμένο ή και τα δυο μαζί γιατί γυρόφερνε με καταλυτική μανία απ'άκρη σ' άκρη στα εσώτατα του εγώ μου.Το ξέσπασμά του,απροσδόκητο.Με βρήκε απροετοίμαστο.Οι συνέπειες άμεσες.Κλείστηκα στο σπίτι μου,στον εαυτό μου.Δεν σηκωνόμουν απ'το κρεβάτι παρά μόνο για τις φυσικές μου ανάγκες.Έτρωγα ελάχιστα,σχεδόν καθόλου,αλλά κι αυτό το λίγο δεν το κρατούσα στο στομάχι μου.Η αιματέμεση ήταν καθημερινή μου νέμεση για κρίματα που αγνοούσα.Κάπνιζα πολύ,ο,τιδήποτε είναι δυνατό να στρίψεις και να το καπνίσεις.Στο σούρουπο των αντοχών μου ο καπνός απ'το Μαρόκο,οι παραισθησιογόνες ουσίες και το αλκοόλ έγιναν καταφύγιο μέσα στη φυλακή μου.Παυσίπονα και παυσίλυπα.Ψέματα που απάλυναν την ανελέητη αλήθεια.Για λίγο,έστω.Στο στεροφωνικό είχε κολλήσει το ίδιο cd,ένας δίσκος με μαύρες ελεγείες,ρέκβιεμ για μια ζωή που τελείωνε-όπως πίστευα.Και ήρθε το άγιο φθινόπωρο και ύστερα ο χειμώνας και το κρύο ανάγκασε το έντομο να λουφάξει κι εμένα να ξεμυτίσω και πάλι στον κόσμο των ανθρώπων.Από τότε το περισσότερο που πέτυχα είνα να ελέγχω κάπως την φθορά που προκαλεί ο ερχομός του.Να γονατίζω μα να μην πέφτω στα τέσσερα.Το έντομο τρέφεται με το απόθεμα του θάρρους μου και γεννά αυγά λιγοψυχιάς.Ελλοχεύει στο σταυροδρόμι με τις σκέψεις μου και διαλέγει την πιο ακέραια για να τη μολύνει.Την παίρνει στο κατόπι και δεν την αφήνει μέχρι που να την φτάσει.Τη σφιχταγκαλιάζει με τα αρθρωτά του πόδια,τη χα'ι'δολογεί με τις αδιάκοπα ερευνητικές κεραίες του και σε χρόνο ανύποπτο χώνει βαθιά το σιχαμερό κεντρί του,φορέα δηλητηρίου και ακαθαρσιών.Γατζωμένο πάνω της την αφιονίζει σιωπηλά και είναι από μόνη της αυτή η σιωπή παραφροσύνη και τρόμος.Η σκέψη μου,ανίσχυρη να αμυνθεί,υποτάσσεται και,ενώ ο εφιάλτης απομυζεί την ορθότητά της,εκείνη σκεβρώνει και χάνεται στην ανυπαρξία αφήνοντας πίσω σκέλεθρο,υπόμνημα πως κάποτε τη γέννησα,μα τώρα ας τη θρηνήσω.Άλλες φορές το έντομο κατεβαίνει νότια και παραφυλάει στα σύνορα της καρδιάς μου και τούτο είναι δολιότητα αφού εκεί τα θηράματα που λέγονται αισθήματα είναι ό,τι μου έχει απομείνει για να συνεχίσω να ονειρεύομαι,αλλά και όλα όσα το έντομο δεν έχει,όλα όσα δε θα αποκτήσει,όλα όσα φθονεί γιατί δεν μπορεί να κατανοήσει,γι'αυτό και μοχθεί να εκμηδενίσει.Και ήρθε μια μέρα που το πήρα απόφαση να μάθω το μυστικό πίσω από το έντομο.Να καταλάβω από που προέρχεται,γιατι με επέλεξε για ξενιστή του...Γιατί εμένα;Οι τοιχοι του ιατρείου ήταν μπλε και ένας διάδρομος σαν φέρετρο με έφερε απέναντι στον ειδικό.Με ρώτησε πράγματα,επανέφερε μνήμες,με έσκαψε μεχρι που τα μάτια μου απελευθέρωσαν άλγος που έβρεξε με αλμύρα τα χείλη μου. Καθάρισε το λαιμό του βήχοντας και μου εξήγησε πως είναι δικό μου παιδί το έντομο κάτω από τη σάρκα μου που το λένε ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ!ΜΗΝ ΑΦΗΣΕΙΣ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΣΕ ΤΡΩΕΙ ΜΕΣΑ ΣΟΥ ΝΑ ΧΟΡΤΑΣΕΙ!!!

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2008


Έχω μια τίγρη μέσα μου, άγρια λιμασμένη
που όλο με περιμένει κι όλο την καρτερώ
τηνε μισώ και με μισεί, θέλει να με σκοτώσει
μα ελπίζω να φιλιώσει καιρό με τον καιρό

Έχει τα δόντια στην καρδιά, τα νύχια στο μυαλό μου
κι εγώ για το καλό μου για 'κείνη πολεμώ
κι όλου του κόσμου τα καλά με κάνει να μισήσω
για να της τραγουδήσω το πιο βαρύ καημό

Όρη, λαγκάδια και γκρεμνά με σπρώχνει να περάσω
για να την αγκαλιάσω στον πιο τρελό χορό
κι όταν τις κρύες τις βραδιές θυμάται τα κλουβιά της
μου δίνει την προβιά της για να τηνε φορώ

Καμιά φορά που απ' το πιοτό πέφτουμε μεθυσμένοι
σχεδόν αγαπημένοι καθείς να κοιμηθεί
και μοιάζει ετούτη η σιωπή με λίγο πριν τη μπόρα
σαν τη στερνή την ώρα που θα επιτεθεί(Χα'ί'νιδες)

Το ξέρω πως υπάρχεις και ψάχνω να σε βρω
μα η ζωή που ζούμε είναι μικρή, θαρρώ

Πολλές φορές σε είδα να ’ρχεσαι από μακριά
και πρόσωπο ν' αλλάζεις σαν έφτανες κοντά

Ξοδιάζω τη ζωή μου μες στους συλλογισμούς
μα απ' την καλή μου αγάπη δε δίνω κανενός

Το ξέρω πως υπάρχεις κι ίσως να μη σε βρω
μα πάντα θα σε ψάχνω και θα σου τραγουδώ(Λουδοβίκος των Ανωγείων)

Της μοναξιάς τον πόνο να τιθασεύσω πώς μπορώ,με μάτια όμοιά σου σαν έρχομαι αντίκρυ,και χαμογέλιο που χαρμόλυπο κι ειρωνικό συνάμα μοιάζει,Συ της ζωής θήλυ μου πλασματικό και της ψυχής μαράζι!

Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2008



Αγέρα να 'σαι τιμωρός,
να 'σαι και παιχνιδιάρης
κι αν βαρεθεί η ψυχούλα μου,
να 'ρθεις να μου την πάρεις.
Για να κοιτάζει από ψηλά,
του κόσμου τη ραστώνη,
να ξεχαστεί σαν των βουνών,
το περσινό το χιόνι.(Θανάσης Παπανωνσταντίνου)

Σε ορυχεία σκοτεινά
πετάω τα σκουπίδια,
όσα μου έφερε η ζωή,
μα όσα και γω της πήγα.
Εκείνα που δε λέγονται,
δε λιώνουν σε καμίνι,
που θα τα πάρει ο διάβολος
να κάνει κομποσκοίνι.
Πολλές φορές προσπάθησα,
μα αυτά τα γαμημένα,
αντί να βγούν στα χείλη μου
σφηνώνουν στον αυχένα.
Γι αυτό άμα δείτε μάγκες μου,
έτσι πως τραγουδάω,
ρίχνω το σώμα μου μπροστα,
σα να σας προσκυνάω.(Θανάσης Παπακωνσταντίνου)

Είπε,πιστεύω στην ποίηση,στον έρωτα,στο θάνατο.Γι'αυτο,ακριβώς,πιστεύω στην αθανασία!Γράφω ένα στίχο,γράφω τον κόσμο,υπάρχω,υπάρχει ο κόσμος!Από την άκρη του μικρού δαχτύλου μου,ρέει ένα ποτάμι.Ο ουρανός είναι εφτά φορές γαλάζιος!Τούτη η καθαρότητα είναι και πάλι η πρώτη αλήθεια,η τελευταία μου θέληση...(Γιάννης Ρίτσος)

Ζητούσαν να τον προστατεύσουν,οι ίδιοι,προστατευμένοι απ'το όνομά του.Μην κάνεις ετούτο ή το άλλο-του λεγαν-μη δίνεις στόχο,μη λύνεις μπροστά τους τα κορδόνια σου ή τη ζώνη σου,μη γίνεσαι κάθε φορά θύμα της ειλικρίνειάς σου.Εκείνος,τους χαμογέλαγε συγκατανευτικά, και με τα δυο του δάχτυλα μόνο έπαιρνε όλα τους τα "μη¨και τα πετούσε στο δοχείο απορριμάτων,μαζι με τα ρούχα του.Κι έτσι γυμνός,ωραίος,επαναστάτης,φορώντας μονάχα τα τρύπια του,απ'τις πολλές ορειβασίες παππούτσια,πέρασε κάτω απ'τις ζητωκραυγές και χάθηκε μες την αθανασία...(Γιάννης Ρίτσος)

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ,μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη.Διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.A ,όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω. (Κ.Καβάφης)

Τί κάνετε,ρώτησαν τον κ.Κ.,όταν αγαπάτε έναν άνθρωπο;Κάνω ένα σκίτσο του,αποκρίθηκε ο κ.Κ.,και φροντίζω να του μοιάζει.Ποιό,το σκίτσο;Όχι,αποκρίθηκε ο κ.Κ.,ο άνθρωπος.(B.Brecht)

Κατερίνα,πού είσαι;


"Πάει. Αυτό ήταν.Χάθηκε η ζωή μου φίλε μέσα σε κίτρινους ανθρώπους,βρώμικα τζάμια,κι ανιστόρητους συμβιβασμούς.'Αρχισα να γέρνω σαν εκείνη την ιτιούλα που σούχα δείξει στη στροφή του δρόμου.Και δεν είναι που θέλω να ζήσω.Είναι το γαμώτο που δεν έζησα!(Κατερίνα Γώγου)

Θα 'ρθει καιρός,που θ' αλλάξουν τα πράγματα,να το θυμάσαι Μαρία.Θυμάσαι Μαρία στα διαλείμματα εκείνο το παιχνίδι που τρέχαμε κρατώντας τη σκυτάλη;Μη βλέπεις εμένα μην κλαις.Εσύ είσαι η ελπίδα.,Άκου, θα 'ρθει καιρός,που τα παιδιά θα διαλέγουν γονιούς,δε θα βγαίνουν στην τύχη.Δεν θα υπάρχουν πόρτες κλειστές με γερμένους απ' έξω και τη δουλειά θα τη διαλέγουμε,δε θα 'μαστε άλογα να μας κοιτάνε στα δόντια.Οι άνθρωποι, σκέψου,θα μιλάνε με χρώματα κι άλλοι με νότες.Να φυλάξεις μοναχά σε μια μεγάλη φιάλη με νερό λέξεις κι έννοιες σαν κι αυτές :απροσάρμοστοι, καταπίεση,μοναξιά, τιμή, κέρδος, εξευτελισμός,για το μάθημα της Ιστορίας.Είναι Μαρία, δε θέλω να λέω ψέματα,δύσκολοι καιροί και θα' ρθουνε κι άλλοι.Δε ξέρω, μην περιμένεις κι από μένα πολλά,τόσα έζησα, τόσα έμαθα, τόσα λέω .Κι απ' όσα διάβασα ένα κράτησα καλά.Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος!Θα την αλλάξουμε τη ζωή...παρ' όλα αυτά Μαρία(Κατερίνα Γώγου)

Ένα πρωί θ' ανοίξω την πόρτα και θα βγω στους δρόμους όπως και χτες.
Και δεν θα συλλογιέμαι παρά ένα κομμάτι από τον πατέρα κι ένα κομμάτι από τη θάλασσα -αυτά που μ' άφησαν- και την πόλη. Την πόλη που τη σάπισαν. Και τους φίλους μας που χάθηκαν. Ένα πρωί θα ανοίξω την πόρτα ίσα ολόισα στη φωτιά και θα μπω όπως και χτες φωνάζοντας "φασίστες!!" στήνοντας οδοφράγματα και πετώντας πέτρες μ' ένα κόκκινο λάβαρο ψηλά να γυαλίζει στον ήλιο. Θ' ανοίξω την πόρτα και είναι -όχι πως φοβάμαι- μα να, θέλω να σου πω, πως δεν πρόλαβα και πως εσύ πρέπει να μάθεις να μην κατεβαίνεις στο δρόμο χωρίς όπλα όπως εγώ - γιατί εγώ δεν πρόλαβα- γιατί τότε θα χαθείς όπως και εγώ "έτσι" "αόριστα" σπασμένη σε κομματάκια από θάλασσα, χρόνια παιδικά και κόκκινα λάβαρα. Ένα πρωί θ' ανοίξω την πόρτα και θα χαθώ με τ΄όνειρο της επανάστασης μες την απέραντη μοναξιά των δρόμων που θα καίγονται, μες την απέραντη μοναξιά των χάρτινων οδοφραγμάτων με το χαρακτηρισμό -μην τους πιστέψεις!!(Κατερίνα Γώγου)

Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2008

Χαμογέλα,ρε...Τι σου ζητάνε;

"Ποιά ζωή, ρε καρντάσια;Η ζωή μας μια φορά μάς δίνεται,άπαξ,που λένε,σα μια μοναδική ευκαιρία.Τουλάχιστον μ'αυτήν την αυτόνομη μορφή της δεν πρόκειται να ξαναυπάρξουμε ποτέ.Και μείς τι την κάνουμε,ρε,αντί να την ζήσουμε;Τι την κάνουμε;Τη σέρνουμε από δω κι από κει δολοφονόντας την...Οργανωμένη κοινωνια,οργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις.Μα αφού είναι οργανωμένες,πώς είναι σχέσεις;Σχέση σημαίνει συνάντηση,σημαίνει έκπληξη,σημαίνει γέννα συναισθήματος,πώς να οργανώσεις τα συναισθήματα...Έτσι,μ'αυτήν την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι,σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες σα να μας είναι βάρος,και μας είναι βάρος,γιατί δε ζούμε,κατάλαβες;'Ολο κοιτάμε το ρολόι,να φύγει κι αυτή η ώρα,να φύγει κι αυτή η μέρα,να έρθει το αύριο,και πάλι φτου κι απ'την αρχή.Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών,σε σκοτωμένες ώρες που θα τις θάβουμε μέσα μας,μέσα στις σπηλιές του είναι μας,στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας,και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν "αξίες",σαν "ηθική",σαν "πολιτισμό".Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών,αφήνουμε τα πιο σημαντικά,τα πιο ουσιαστικά πράγματα,όπως να παίξουμε και να χαρουμε μεταξύ μας,να παίξουμε και να χαρουμε με τα παιδιά και τα ζώα,με τα λουλούδια και τα δέντρα,να κανουμε έρωτα,να απολαύσουμε τη φύση,τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος,να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας...Όλα,όλα τα αφήνουμε για το αύριο που δε θα ρθει ποτέ...Αφού ανατέλλει,δύει ο ήλιος και δεν πάμε πουθενά αλλού,παρά μόνο στο θάνατο,και μεις οι μαλάκες,αντί να κλαίμε το δειλινό που χάθηκε άλλη μια μέρα απ'τη ζωή μας,χαιρόμαστε.Ξέρεις γιατι;Γιατι η μέρα μας είναι φορτωμένη ,αντί να είναι μια περιπέτεια,μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας.Την καταντήσαμε έναν καθημερινό,χωρίς καμμία ελπίδα ανάστασης,θάνατο,διότι αυτός είναι ο θάνατος.Ο άλλος,όταν γεράσουμε σε αρμονία και ελευθερία με τον εαυτό μας,όταν δηλαδή παραμείνουμε εμείς,δεν είναι θάνατος,είναι μετάβαση,είναι διάσπαση σε μύριες άλλες ζωές,στις οποίες,αν εδώ,σε τούτη τη μορφή ζωής είσαι ζωντανός,αν δε δολοφονήσειςτην ουσία σου, εκεί θα δώσεις χάρη και ομορφιά,όπως η Μαρία που φόυνταρε προχτές απο την ταράτσα για να μην πεθάνει.Του χρόνου,όλα τα στοιχεία της,που τα κράτησε ζωντανά σε τούτη τη μορφή ζωής,θα γίνουν πανσέδες,δέντρα,πουλιά,ποτάμια ..."

Τέμνοντας άπειρες αχτίδες φωτός,μια σταγόνα βροχής εμβόλισε κάλυκα άνθους.Η έκρηξη έφερε στην επιφάνεια άπειρα ψήγματα πάθους.Δε γνώριζε- η σταγόνα- πώς η απόλυτη υλοποίηση του αισθήματος,όπως και η ελέυθερη πτώση,φέρνουν μαζί τους τον κατακερματισμό,την εκδίκηση του καιρού και,ενίοτε,την αδράνεια του θανάτου...

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2008


Η Πολιτική Οικονομία,επιστήμη του πλούτου,ειναι ταυτόχρονα και η επιστήμη των στερήσεων,της αποταμίευσης και καταφέρνει πραγματικά να κάνει τον άνθρωπο να κάνει οικονομία της ίδιας της ανάγκης για καθαρό αέρα ή της φυσικής κίνησης.Αυτή η επιστήμη της θαυματουργής βιομηχανίας είναι επίσης η επιστήμη του ασκητισμού και το πραγματικό της ιδανικό είναι ο ασκητικός φιλάργυρος και ο ασκητικός ,αλλά παραγωγός δούλος.Το ηθικό της ιδεώδες είναι ο εργάτης που πηγαίνει στο ταμιευτήριο ένα μέρος του μισθού του και για να δοξάζει αυτό το χαριτωμένο ιδανικό,διαθέτει η ίδια μια δουλική τέχνη.Βάζει να σκαρώνουν αισθηματικά έργα πάνω σ'αυτό.Η απάρνηση του εαυτού σου,η παραίτηση από τη ζωή και από όλες τις ανθρώπινες ανάγκες είναι το κεντρικό της θέμα.Όσο λιγότερο τρως,όσο λιγότερα βιβλία αγοράζεις,όσο λιγότερο πας στο θέατρο,στο χορό,στην ταβέρνα.όσο λιγότερο σκέφτεσαι,όσο λιγότερο κάνεις θεωρία,όσο λιγότερο ερωτεύεσαι,τραγουδάς,θλίβεσαι,κάνεις ποιήματα κ.τ.λ τόσο περισσότερα αποταμιεύεις,τόσο περισσότερο φουσκώνεις το πορτοφόλι σου,που δε θα το φάει ούτε ο σκόρος ούτε η σκόνη,αυξάνεις το κεφάλαιο σου.Όσο λιγότερο ζείς,όσο λιγότερο εκδηλώνεις τη ζωή σου,τοσο περισσότερα έχεις,τόσο περισσότερο επεκτείνεται η αλλοτριωμένη ζωή σου,τόσο περισσότερο συσσωρεύεις το αλλοτριωμένο σου είναι.Όλα αυτά που ο οικονομολόγος σου παίρνει απ'τη ζωή και την ανθρωπιά ,στα αντικαθιστά με χρήμα και πλούτο και όλα όσα δεν μπορείς να κάνεις,το χρήμα σου μπορεί!Μπορεί να τρώει,να πίνει,να πηγαίνει στο χορό,στο θέατρο.Γνωρίζει την Τέχνη,την πολυμάθεια,τα ιστορικά αξιοθέατα,την πολιτική δύναμη.Αυτόματα,όλα τα πάθη και κάθε δραστηριότητα καταχωνιάζονται στη δίψα της ΚΑΤΟΧΗΣ...(Καρλ Μαρξ)

Κόσμοι ολόκληροι πρέπει να νοιώσουν τους πόνους της γέννας για να γεννηθεί και το πιο ταπεινό λουλούδι (Oscar Wilde)

Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων
Και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές
χωρίς να σκίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων

Για το Μαντράς, τη Σιγκαπούρ, τ’ Αλγέρι και το Σφαξ
θ’ αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία
κι εγώ σκυφτός σ’ ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία

Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ
Οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα ’χω πια ξεχάσει
κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ’ όποιον ρωτά
Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει

Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει
κι αυτό τ’ ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί
θα σημαδέψει, κι άφοβα τον φταίχτη θα χτυπήσει

Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες
θα ’χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες(Νίκος Καββαδίας)

Το παιδί που γνώρισε
ένα μεγάλο πάθος
ξέρει τι είναι τάφος
και ύστατη στιγμή

Το γαλάζιο σώμα του
έγινε νεφέλωμα
και το μαύρο γέλιο του
με χτυπάει όπου με βρει!
(Γιώργος Κακουλίδης,για τον Κ.Καρυωτάκη)

Tito: "Non avrai altro Dio all'infuori di me, spesso mi ha fatto pensare: genti diverse venute dall'est dicevan che in fondo era uguale. Credevano a un altro diverso da te e non mi hanno fatto del male. Credevano a un altro diverso da te e non mi hanno fatto del male. Non nominare il nome di Dio, non nominarlo invano. Con un coltello piantato nel fianco gridai la mia pena e il suo nome: ma forse era stanco, forse troppo occupato, e non ascoltò il mio dolore. Ma forse era stanco, forse troppo lontano, davvero lo nominai invano. Onora il padre, onora la madre e onora anche il loro bastone, bacia la mano che ruppe il tuo naso perché le chiedevi un boccone: quando a mio padre si fermò il cuore non ho provato dolore. Quanto a mio padre si fermò il cuore non ho provato dolore. Ricorda di santificare le feste. Facile per noi ladroni entrare nei templi che rigurgitan salmi di schiavi e dei loro padroni senza finire legati agli altari sgozzati come animali. Senza finire legati agli altari sgozzati come animali. Il quinto dice non devi rubare e forse io l'ho rispettato vuotando, in silenzio, le tasche già gonfie di quelli che avevan rubato: ma io, senza legge, rubai in nome mio, quegli altri nel nome di Dio. Ma io, senza legge, rubai in nome mio, quegli altri nel nome di Dio. Non commettere atti che non siano puri cioè non disperdere il seme. Feconda una donna ogni volta che l'ami così sarai uomo di fede: Poi la voglia svanisce e il figlio rimane e tanti ne uccide la fame. Io, forse, ho confuso il piacere e l'amore: ma non ho creato dolore. (Fabrizio De Andre)